- γλήνᾳ
- γλήνᾱͅ , γλήνηeyeballfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλήνας — γλήνᾱς , γλήνη eyeball fem acc pl γλήνᾱς , γλήνη eyeball fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγλινός — μαγλινός, ή, όν (Μ) λείος, ομαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁμαλινός < ὁμαλός με ανάπτυξη γ προ τού λ (πρβλ. ζουλός: ζουγλός, λάρος: γλάρος). Η ανάπτυξη τού γ μπορεί να οφείλεται και σε συμφυρμό ή σε παρετυμολογική σύνδεση τού ὁμαλινός με τη λ. γλήνα*] … Dictionary of Greek